καρβάτινος

καρβάτινος
καρβάτινος, -ίνη, -ον (Α)
1. κατασκευασμένος από ακατέργαστο, φρεσκογδαρμένο δέρμα, ιδίως βοδιού
2. (το θηλ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ καρβάτιναι
είδος υποδημάτων από ακατέργαστο δέρμα, «τσαρούχια» (α. «καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν», Ξεν.
β. «καρβατίνη, ἀγροτικὸν ὑπόδημα, κληθὲν ἀπὸ Καρῶν», Πολυδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) τὸ καρπάτινον «ἀγροικικὸν ὑπόδημα μονόδερμον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η καταλ. -ινος δηλωτική τής ύλης, πρβλ. δερμάτ-ινος, ξύλ-ıνoς. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα λιθουαν. kurpė, τσεχ. krpě, αρχ. ισλανδ. hriflingr και αρχ. ιρλδ. cairem, όλα με τη σημασία «υποδηματοποιός». Θα μπορούσε έτσι να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα *kerәp- «κομμάτι από δέρμα». Η λατ. δανείστηκε τη λ. από την ελλ. (πρβλ. λατ. carbatina)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καρβατίνων — καρβάτινος made of hide fem gen pl καρβάτινος made of hide masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρβατίνη — καρβάτινος made of hide fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρβατίνας — καρβατίνᾱς , καρβάτιναι made of hide fem acc pl καρβατίνᾱς , καρβάτιναι made of hide fem gen sg (doric aeolic) καρβατίνᾱς , καρβάτινος made of hide fem acc pl καρβατίνᾱς , καρβάτινος made of hide fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπάτινον — καρπάτινον, τὸ (Α) (ενν. υπόδημα) βλ. καρβάτινος …   Dictionary of Greek

  • καρβατίναι — καρβατίνᾱͅ , καρβάτιναι made of hide fem dat sg (doric aeolic) καρβατίνᾱͅ , καρβάτινος made of hide fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρβατίναις — καρβάτιναι made of hide fem dat pl καρβάτινος made of hide fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρβάτιναι — made of hide fem nom/voc pl καρβάτινος made of hide fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • kerǝp-, krēp- —     kerǝp , krēp     English meaning: cloth, leather; shoe     Deutsche Übersetzung: “Zeug or Lederlappen; especially Schuh”     Material: Lat. carpisculum “a kind of shoes” (previously by Vopiscus and strange origin verdächtig as das similar… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”